διαπλανητικός
Greek
editAdjective
editδιαπλανητικός • (diaplanitikós) m (feminine διαπλανητική, neuter διαπλανητικό)
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαπλανητικός (diaplanitikós) | διαπλανητική (diaplanitikí) | διαπλανητικό (diaplanitikó) | διαπλανητικοί (diaplanitikoí) | διαπλανητικές (diaplanitikés) | διαπλανητικά (diaplanitiká) | |
genitive | διαπλανητικού (diaplanitikoú) | διαπλανητικής (diaplanitikís) | διαπλανητικού (diaplanitikoú) | διαπλανητικών (diaplanitikón) | διαπλανητικών (diaplanitikón) | διαπλανητικών (diaplanitikón) | |
accusative | διαπλανητικό (diaplanitikó) | διαπλανητική (diaplanitikí) | διαπλανητικό (diaplanitikó) | διαπλανητικούς (diaplanitikoús) | διαπλανητικές (diaplanitikés) | διαπλανητικά (diaplanitiká) | |
vocative | διαπλανητικέ (diaplanitiké) | διαπλανητική (diaplanitikí) | διαπλανητικό (diaplanitikó) | διαπλανητικοί (diaplanitikoí) | διαπλανητικές (diaplanitikés) | διαπλανητικά (diaplanitiká) |