διαπλανητικός

Greek

edit

Adjective

edit

διαπλανητικός (diaplanitikósm (feminine διαπλανητική, neuter διαπλανητικό)

  1. (astronomy) interplanetary

Declension

edit
Declension of διαπλανητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαπλανητικός (diaplanitikós) διαπλανητική (diaplanitikí) διαπλανητικό (diaplanitikó) διαπλανητικοί (diaplanitikoí) διαπλανητικές (diaplanitikés) διαπλανητικά (diaplanitiká)
genitive διαπλανητικού (diaplanitikoú) διαπλανητικής (diaplanitikís) διαπλανητικού (diaplanitikoú) διαπλανητικών (diaplanitikón) διαπλανητικών (diaplanitikón) διαπλανητικών (diaplanitikón)
accusative διαπλανητικό (diaplanitikó) διαπλανητική (diaplanitikí) διαπλανητικό (diaplanitikó) διαπλανητικούς (diaplanitikoús) διαπλανητικές (diaplanitikés) διαπλανητικά (diaplanitiká)
vocative διαπλανητικέ (diaplanitiké) διαπλανητική (diaplanitikí) διαπλανητικό (diaplanitikó) διαπλανητικοί (diaplanitikoí) διαπλανητικές (diaplanitikés) διαπλανητικά (diaplanitiká)