|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διαπιστώνω
|
διαπιστώσω
|
διαπιστώνομαι
|
διαπιστωθώ
|
2 sg
|
διαπιστώνεις
|
διαπιστώσεις
|
διαπιστώνεσαι
|
διαπιστωθείς
|
3 sg
|
διαπιστώνει
|
διαπιστώσει
|
διαπιστώνεται
|
διαπιστωθεί
|
|
1 pl
|
διαπιστώνουμε, [‑ομε]
|
διαπιστώσουμε, [‑ομε]
|
διαπιστωνόμαστε
|
διαπιστωθούμε
|
2 pl
|
διαπιστώνετε
|
διαπιστώσετε
|
διαπιστώνεστε, διαπιστωνόσαστε
|
διαπιστωθείτε
|
3 pl
|
διαπιστώνουν(ε)
|
διαπιστώσουν(ε)
|
διαπιστώνονται
|
διαπιστωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διαπίστωνα
|
διαπίστωσα
|
διαπιστωνόμουν(α)
|
διαπιστώθηκα
|
2 sg
|
διαπίστωνες
|
διαπίστωσες
|
διαπιστωνόσουν(α)
|
διαπιστώθηκες
|
3 sg
|
διαπίστωνε
|
διαπίστωσε
|
διαπιστωνόταν(ε)
|
διαπιστώθηκε
|
|
1 pl
|
διαπιστώναμε
|
διαπιστώσαμε
|
διαπιστωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
διαπιστωθήκαμε
|
2 pl
|
διαπιστώνατε
|
διαπιστώσατε
|
διαπιστωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
διαπιστωθήκατε
|
3 pl
|
διαπίστωναν, διαπιστώναν(ε)
|
διαπίστωσαν, διαπιστώσαν(ε)
|
διαπιστώνονταν, (διαπιστωνόντουσαν)
|
διαπιστώθηκαν, διαπιστωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διαπιστώνω ➤
|
θα διαπιστώσω ➤
|
θα διαπιστώνομαι ➤
|
θα διαπιστωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διαπιστώνεις, …
|
θα διαπιστώσεις, …
|
θα διαπιστώνεσαι, …
|
θα διαπιστωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διαπιστώσει έχω, έχεις, … διαπιστωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διαπιστωθεί είμαι, είσαι, … διαπιστωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διαπιστώσει είχα, είχες, … διαπιστωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διαπιστωθεί ήμουν, ήσουν, … διαπιστωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διαπιστώσει θα έχω, θα έχεις, … διαπιστωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διαπιστωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαπιστωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διαπίστωνε
|
διαπίστωσε
|
—
|
διαπιστώσου
|
2 pl
|
διαπιστώνετε
|
διαπιστώστε
|
διαπιστώνεστε
|
διαπιστωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διαπιστώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διαπιστώσει ➤
|
διαπιστωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διαπιστώσει
|
διαπιστωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|