Greek

edit

Adjective

edit

αστεροειδής (asteroeidísm (feminine αστεροειδής, neuter αστεροειδές)

  1. star-shaped

Declension

edit
Declension of αστεροειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστεροειδής (asteroeidís) αστεροειδής (asteroeidís) αστεροειδές (asteroeidés) αστεροειδείς (asteroeideís) αστεροειδείς (asteroeideís) αστεροειδή (asteroeidí)
genitive αστεροειδούς (asteroeidoús)
αστεροειδή (asteroeidí)
αστεροειδούς (asteroeidoús) αστεροειδούς (asteroeidoús) αστεροειδών (asteroeidón) αστεροειδών (asteroeidón) αστεροειδών (asteroeidón)
accusative αστεροειδή (asteroeidí) αστεροειδή (asteroeidí) αστεροειδές (asteroeidés) αστεροειδείς (asteroeideís) αστεροειδείς (asteroeideís) αστεροειδή (asteroeidí)
vocative αστεροειδή (asteroeidí)
αστεροειδής (asteroeidís)
αστεροειδής (asteroeidís) αστεροειδές (asteroeidés) αστεροειδείς (asteroeideís) αστεροειδείς (asteroeideís) αστεροειδή (asteroeidí)
edit

Noun

edit

αστεροειδής (asteroeidísm (plural αστεροειδείς)

  1. (astronomy) asteroid

Declension

edit
see above