Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /a.ci.ni.to.piˈo/
  • Hyphenation: α‧κι‧νη‧το‧ποι‧ώ

Verb

edit

ακινητοποιώ (akinitopoió) (past ακινητοποίησα, passive ακινητοποιούμαι, p‑past ακινητοποιήθηκα, ppp ακινητοποιημένος)

  1. to immobilise (UK), immobilize (US)
  2. to overpower

Conjugation

edit
edit