|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ακινητοποιώ
|
ακινητοποιήσω
|
ακινητοποιούμαι
|
ακινητοποιηθώ
|
2 sg
|
ακινητοποιείς
|
ακινητοποιήσεις
|
ακινητοποιείσαι
|
ακινητοποιηθείς
|
3 sg
|
ακινητοποιεί
|
ακινητοποιήσει
|
ακινητοποιείται
|
ακινητοποιηθεί
|
|
1 pl
|
ακινητοποιούμε
|
ακινητοποιήσουμε, [-ομε]
|
ακινητοποιούμαστε, ακινητοποιόμαστε
|
ακινητοποιηθούμε
|
2 pl
|
ακινητοποιείτε
|
ακινητοποιήσετε
|
ακινητοποιείστε, (ακινητοποιόσαστε)
|
ακινητοποιηθείτε
|
3 pl
|
ακινητοποιούν(ε)
|
ακινητοποιήσουν(ε)
|
ακινητοποιούνται
|
ακινητοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ακινητοποιούσα
|
ακινητοποίησα
|
ακινητοποιούμουν(α), ακινητοποιόμουν(α)
|
ακινητοποιήθηκα
|
2 sg
|
ακινητοποιούσες
|
ακινητοποίησες
|
[ακινητοποιούσουν(α)], ακινητοποιόσουν(α)
|
ακινητοποιήθηκες
|
3 sg
|
ακινητοποιούσε
|
ακινητοποίησε
|
ακινητοποιούνταν, ακινητοποιόταν(ε), {ακινητοποιείτο}
|
ακινητοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
ακινητοποιούσαμε
|
ακινητοποιήσαμε
|
ακινητοποιούμασταν, (‑ούμαστε), ακινητοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
ακινητοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
ακινητοποιούσατε
|
ακινητοποιήσατε
|
[ακινητοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], ακινητοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
ακινητοποιηθήκατε
|
3 pl
|
ακινητοποιούσαν(ε)
|
ακινητοποίησαν, ακινητοποιήσαν(ε)
|
ακινητοποιούνταν, ακινητοποιόνταν(ε), (ακινητοποιόντουσαν), {ακινητοποιούντο}
|
ακινητοποιήθηκαν, ακινητοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ακινητοποιώ ➤
|
θα ακινητοποιήσω ➤
|
θα ακινητοποιούμαι ➤
|
θα ακινητοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ακινητοποιείς, …
|
θα ακινητοποιήσεις, …
|
θα ακινητοποιείσαι, …
|
θα ακινητοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ακινητοποιήσει έχω, έχεις, … ακινητοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ακινητοποιηθεί είμαι, είσαι, … ακινητοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ακινητοποιήσει είχα, είχες, … ακινητοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ακινητοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … ακινητοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ακινητοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
ακινητοποίησε
|
—
|
ακινητοποιήσου
|
2 pl
|
ακινητοποιείτε
|
ακινητοποιήστε
|
ακινητοποιείστε
|
ακινητοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ακινητοποιώντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ακινητοποιήσει ➤
|
ακινητοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ακινητοποιήσει
|
ακινητοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|