αδροπληρώνομαι
Greek
editVerb
editαδροπληρώνομαι • (adroplirónomai) passive (past αδροπληρώθηκα, active αδροπληρώνω)
- passive of αδροπληρώνω (adropliróno)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
αδροπληρώνομαι • (adroplirónomai) passive (past αδροπληρώθηκα, active αδροπληρώνω)