Greek

edit

Noun

edit

αγοράστρια (agorástriaf (plural αγοράστριες, masculine αγοραστής)

  1. purchaser, buyer

Declension

edit
singular plural
nominative αγοράστρια (agorástria) αγοράστριες (agorástries)
genitive αγοράστριας (agorástrias) αγοραστριών (agorastrión)
accusative αγοράστρια (agorástria) αγοράστριες (agorástries)
vocative αγοράστρια (agorástria) αγοράστριες (agorástries)
edit
see: αγορά f (agorá, market, bazaar)