|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αγιοποιώ
|
αγιοποιήσω
|
αγιοποιούμαι
|
αγιοποιηθώ
|
2 sg
|
αγιοποιείς
|
αγιοποιήσεις
|
αγιοποιείσαι
|
αγιοποιηθείς
|
3 sg
|
αγιοποιεί
|
αγιοποιήσει
|
αγιοποιείται
|
αγιοποιηθεί
|
|
1 pl
|
αγιοποιούμε
|
αγιοποιήσουμε, [-ομε]
|
αγιοποιούμαστε, αγιοποιόμαστε
|
αγιοποιηθούμε
|
2 pl
|
αγιοποιείτε
|
αγιοποιήσετε
|
αγιοποιείστε, (αγιοποιόσαστε)
|
αγιοποιηθείτε
|
3 pl
|
αγιοποιούν(ε)
|
αγιοποιήσουν(ε)
|
αγιοποιούνται
|
αγιοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αγιοποιούσα
|
αγιοποίησα
|
αγιοποιούμουν(α), αγιοποιόμουν(α)
|
αγιοποιήθηκα
|
2 sg
|
αγιοποιούσες
|
αγιοποίησες
|
[αγιοποιούσουν(α)], αγιοποιόσουν(α)
|
αγιοποιήθηκες
|
3 sg
|
αγιοποιούσε
|
αγιοποίησε
|
αγιοποιούνταν, αγιοποιόταν(ε), {αγιοποιείτο}
|
αγιοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
αγιοποιούσαμε
|
αγιοποιήσαμε
|
αγιοποιούμασταν, (‑ούμαστε), αγιοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
αγιοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
αγιοποιούσατε
|
αγιοποιήσατε
|
[αγιοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], αγιοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
αγιοποιηθήκατε
|
3 pl
|
αγιοποιούσαν(ε)
|
αγιοποίησαν, αγιοποιήσαν(ε)
|
αγιοποιούνταν, αγιοποιόνταν(ε), (αγιοποιόντουσαν), {αγιοποιούντο}
|
αγιοποιήθηκαν, αγιοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αγιοποιώ ➤
|
θα αγιοποιήσω ➤
|
θα αγιοποιούμαι ➤
|
θα αγιοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αγιοποιείς, …
|
θα αγιοποιήσεις, …
|
θα αγιοποιείσαι, …
|
θα αγιοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αγιοποιήσει έχω, έχεις, … αγιοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αγιοποιηθεί είμαι, είσαι, … αγιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αγιοποιήσει είχα, είχες, … αγιοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αγιοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … αγιοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αγιοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
αγιοποίησε
|
—
|
αγιοποιήσου
|
2 pl
|
αγιοποιείτε
|
αγιοποιήστε
|
αγιοποιείστε
|
αγιοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αγιοποιώντας ➤
|
αγιοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αγιοποιήσει ➤
|
αγιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αγιοποιήσει
|
αγιοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|