Greek

edit

Alternative forms

edit

Adjective

edit

άγγιχτος (ángichtosm (feminine άγγιχτη, neuter άγγιχτο)

  1. untouched; untouchable
  2. unwounded

Declension

edit
Declension of άγγιχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγγιχτος (ángichtos) άγγιχτη (ángichti) άγγιχτο (ángichto) άγγιχτοι (ángichtoi) άγγιχτες (ángichtes) άγγιχτα (ángichta)
genitive άγγιχτου (ángichtou) άγγιχτης (ángichtis) άγγιχτου (ángichtou) άγγιχτων (ángichton) άγγιχτων (ángichton) άγγιχτων (ángichton)
accusative άγγιχτο (ángichto) άγγιχτη (ángichti) άγγιχτο (ángichto) άγγιχτους (ángichtous) άγγιχτες (ángichtes) άγγιχτα (ángichta)
vocative άγγιχτε (ángichte) άγγιχτη (ángichti) άγγιχτο (ángichto) άγγιχτοι (ángichtoi) άγγιχτες (ángichtes) άγγιχτα (ángichta)

Synonyms

edit
edit