Μεγάλη Άρκτος
See also: Μεγάλη Ἄρκτος
Greek
editPronunciation
editProper noun
editΜεγάλη Άρκτος • (Megáli Árktos) f
- (astronomy) Ursa Major, Great Bear (constellation)
Declension
editsingular | |
---|---|
nominative | Μεγάλη Άρκτος (Megáli Árktos) |
genitive | Μεγάλης Άρκτου (Megális Árktou) |
accusative | Μεγάλη Άρκτο (Megáli Árkto) |
vocative | Μεγάλη Άρκτε (Megáli Árkte) |
Related terms
edit- Μικρή Άρκτος f (Mikrí Árktos)
- μεγάλος (megálos, “big”)
- άρκτος (árktos, “bear”) (formal)