zizanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zizanie (fr)

Il aime semer la zizanie. - Του αρέσει να σπέρνει ζιζάνια.