worsen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας worsen
γ΄ ενικό ενεστώτα worsens
αόριστος worsened
παθητική μετοχή worsened
ενεργητική μετοχή worsening

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
worsen < worse -en

worsen (en)

  • worsen - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 319, 968. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:worsen"> , λήμμα: επιδεινώνω, χειροτερεύω