wonder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
wonder wonders

wonder (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κατάπληξη, ο θαυμασμός, η απορία
    They looked at the magician in silent wonder.
    Κοίταξαν το θαυματοποιό βουβοί από κατάπληξη.
    filled with wonder - γεμάτος θαυμασμό/απορία
    He looked at me in wonder.
    Με κοίταξε μ' απορία.
  2. το θαύμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας wonder
γ΄ ενικό ενεστώτα wonders
αόριστος wondered
παθητική μετοχή wondered
ενεργητική μετοχή wondering

wonder (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) απορώ, έχω απορία, αναρωτιέμαι, σκέφτομαι κάτι και προσπαθώ να αποφασίσω τι είναι αλήθεια, τι θα συμβεί, τι πρέπει να κάνω κτλ.
    As a matter of fact, I was wondering about it.
    Πραγματικά είχα απορία γι' αυτό.
    I am wondering if I should go or not.
    Αναρωτιέμαι αν πρέπει να πάω ή όχι.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) εκπλήσσομαι
    It’s nothing to wonder about.
    Δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonish