wonder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
wonder | wonders |
wonder (en)
- (μη μετρήσιμο) η κατάπληξη, ο θαυμασμός, η απορία
- ↪ They looked at the magician in silent wonder.
- Κοίταξαν το θαυματοποιό βουβοί από κατάπληξη.
- ↪ filled with wonder - γεμάτος θαυμασμό/απορία
- ↪ He looked at me in wonder.
- Με κοίταξε μ' απορία.
- ↪ They looked at the magician in silent wonder.
- το θαύμα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | wonder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wonders |
αόριστος | wondered |
παθητική μετοχή | wondered |
ενεργητική μετοχή | wondering |
wonder (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απορώ, έχω απορία, αναρωτιέμαι, σκέφτομαι κάτι και προσπαθώ να αποφασίσω τι είναι αλήθεια, τι θα συμβεί, τι πρέπει να κάνω κτλ.
- ↪ As a matter of fact, I was wondering about it.
- Πραγματικά είχα απορία γι' αυτό.
- ↪ I am wondering if I should go or not.
- Αναρωτιέμαι αν πρέπει να πάω ή όχι.
- ↪ As a matter of fact, I was wondering about it.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκπλήσσομαι