wit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]- τσαγανό
- έξυπνο/εύστροφο/εύστοχο χιούμορ, πνεύμα, τσαχπινιά στο λόγο
- ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυΐα, σπιρτάδα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- clever humour
- ability to perceive
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wit (nl)