wilczyca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]wilczyca < wilk
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wilczyca (pl) θηλυκό
- η λύκαινα
- θηλυκός λύκος
- θηλυκό λυκόσκυλο