wieśniak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wieśniak (pl) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- wieśniaczka
- → δείτε τη λέξη wieś
wieśniak (pl) αρσενικό