whole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός whole
συγκριτικός wholer / more whole
υπερθετικός wholest / most whole

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /həʊl/
ΔΦΑ : /hoʊl/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

whole (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) όλος, ολόκληρος
    ⮡  I have never felt better in my whole life.
    Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
    ⮡  The whole project will be finished in two years.
    Το όλο έργο θα τελειώσει σε δύο χρόνια.
    ⮡  You will stink up the whole place with your cheap cigars.
    Θα βρομίσεις όλον το τόπο με τα παλιοπούρα σου.
    ⮡  The child wants peace for the whole world.
    Το παιδί θέλει ειρήνη για ολόκληρο τον κόσμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη entire
  2. ολόκληρος, που δεν είναι σπασμένο ή κατεστραμμένο
    ⮡  He swallowed the plum whole.
    Κατάπιε το δαμάσκηνο ολόκληρο.
    ⮡  They roasted the ox whole (without chopping it up).
    Ψήσανε το βόδι ολόκληρο (χωρίς να το τεμαχίσουν).

Παράγωγα

[επεξεργασία]