when

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

when (en)

  • τότε που, όταν, εκείνη τη στιγμή
    ⮡  -“When will you come?” -“When I can.”
    -«Πότε θα έρθεις;» -«Τότε που θα μπορώ.»
    ⮡  when we were young - τότε που ήμασταν νέοι
    ⮡  That was when they decided to get married.
    Τότε ήταν που αποφάσισαν να παντρευτούν.
    ⮡  She dressed as when she first met him.
    Nτύθηκε όπως όταν τον πρωτογνώρισε.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

when (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (ερωτηματικό) πότε
    ⮡  When did you go?
    Πότε πήγες;
    ⮡  I do not know when he went.
    Δεν ξέρω πότε πήγε.
  2. (αναφορικό) που, χρησιμοποιείται μετά από έκφραση χρόνου
    ⮡  It was the day (when) I saw you.
    Ήταν την ημέρα που σε είδα.
    ⮡  He was bad-tempered and miserable until the moment (when) he met her.
    Ήταν κακόκεφος και μίζερος ως τη στιγμή που τη γνώρισε.
     συνώνυμα: → δείτε την αναφορική αντωνυμία that
  3. (τότε) που
    ⮡  Now is when we must help them.
    Τώρα είναι που πρέπει να τους βοηθήσουμε.
    ⮡  Come in the afternoon, when I have time.
    Έλα το απόγευμα, τότε που (θα) έχω καιρό.

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

when (en)

  1. όταν, εκεί που, την ώρα που, τη στιγμή που, συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· τη στιγμή που
    ⮡  When she saw him, she cried out with joy.
    Όταν τον είδε, ξεφώνισε από χαρά.
    ⮡  When they arrived, they were too late.
    Όταν έφτασαν, ήταν πολύ αργά.
    ⮡  Suddenly, when we were getting ready, a torrential downpour started.
    Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή.
    ⮡  He arrived running when we were starting.
    Έφτασε τρέχοντας την ώρα που ξεκινούσαμε.
     συνώνυμα:  as και while
  2. όταν, όποτε, οποτεδήποτε, που, σε οποιαδήποτε ώρα, κάθε φορά που, για πράξη επαναλαμβανόμενη και με χρονική διάρκεια
    ⮡  I still make mistakes when speaking English.
    Κάνω ακόμα λάθη όταν μιλάω αγγλικά.
    ⮡  When he sleeps, he does not want to be bothered.
    Όταν κοιμάται, δε θέλει να τον ενοχλούν.
    ⮡  In the morning, when they woke up, they realized where they were.
    Tο πρωί που ξύπνησαν, κατάλαβαν πού βρίσκονταν.
    ⮡  When he comes to see us, he brings us flowers.
    Kάθε φορά που έρχεται να μας δει, μας φέρνει λουλούδια.
    ⮡  When you are ready, call me.
    Όποτε ετοιμαστείς, τηλεφώνησέ μου.
    ⮡  When he needed something, he borrowed it from his neighbors.
    Όποτε χρειαζόταν κάτι, το δανειζόταν από τους γείτονες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη whenever
  3. όταν, έντονη αντίθεση· παρόλο που, τη στιγμή που
    ⮡  How can they understand when they are not following along?
    Πώς να καταλάβουν, όταν δεν παρακολουθούν;
    ⮡  He takes a taxi even when he can go by foot.
    Παίρνει ταξί ακόμη κι όταν μπορεί να πάει με τα πόδια.
     συνώνυμα: whereas, although