whacker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈwakə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. αυτός, αυτή ή αυτό που χτυπά κάτι δυνατά
  2. (Αυστραλία) ανόητος, ηλίθιος, μαλ άκας