warp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]warp (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]warp (en)
- (μεταφορικά) διαστρεβλώνω, αλλοιώνω
- (αμετάβατο) σκεβρώνω, στραβώνω, παραμορφώνομαι
- (μεταβατικό) παραμορφώνω, σκεβρώνω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- at warp speed
- be/caught/locked/trapped/stuck in a time warp