walkout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
walkout | walkouts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]walkout (en)
- αποχώρηση με θυμό, το να αποχωρεί κανείς στην μέση συνέντευξης, ταινίας, παράστασης (είτε ως ηθοποιός είτε ως θεατής) κτλ.
- (διότι θίχτηκε, θύμωσε, βαρέθηκε κτλ.)
- αιφνίδια αποχώρηση από την εργασία όπως στην περίπτωση απεργίας ή στάσης εργασίας