walker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
walker walkers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
walker < walk -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

walker (en)