vulgar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός vulgar
συγκριτικός vulgarer / more vulgar
υπερθετικός vulgarest / most vulgar

Επίθετο

[επεξεργασία]

vulgar (en)

  1. χυδαίος, άξεστος, κακόγουστος, που δεν έχει ούτε δείχνει καλό γούστο. που δεν είναι ευγενικό, ευχάριστο ή καλοπροαίρετο
    ⮡  vulgar behavior - χυδαία συμπεριφορά
    ⮡  a vulgar display of wealth - χυδαία επίδειξη πλούτου
    ⮡  a vulgar person - χυδαίος/άξεστος άνθρωπος
    ⮡  vulgar decoration - κακόγουστη διακόσμηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gaudy
  2. χυδαίος, αγενής και πιθανόν να προσβάλει
    ⮡  vulgar words/expressions/gestures - χυδαίες λέξεις/εκφράσεις/χειρονομίες
    ⮡  vulgar language - χυδαία γλώσσα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene
  3. (ταξινομία) κοινός