vulgaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vulgaire < λατινική vulgaris

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vyl.ɡɛʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vulgaire vulgaires

vulgaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κοινός, πασίγνωστος
  2. χυδαίος, πρόστυχος
  3. κοινός, κλασικός, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον

Συγγενικά

[επεξεργασία]