vomit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vomit (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο εμετός, το έμεσμα, το ξερατό, το ξέρασμα
    vomit and phlegm from the patient - εμέσματα και πτύελα του αρρώστου
    The baby filled his crib with vomit.
    Το μωρό γέμισε ξερατά την κούνια του
    Sop up the vomit from the floor.
    Μάζεψε τα ξεράσματα από το πάτωμα.
ενεστώτας vomit
γ΄ ενικό ενεστώτα vomits
αόριστος vomited
παθητική μετοχή vomited
ενεργητική μετοχή vomiting

vomit (en)