vivacité
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά
(fr)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
vivacité
vivacités
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
vivacité
(fr)
θηλυκό
η
ζωντάνια
, η
ζωηράδα
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
vécu
-
vécue
vie
vivable
vivace
vivacité
vivant
vivant
-
vivante
vivarium
vivat
vive
vivement
viveur
vivi-
vivier
vivifiant
-
vivifiante
vivificateur
-
vivificatrice
vivification
vivifier
vivipare
viviparité
vivisection
vivoir
vivoter
vivre
vivré
-
vivrée
vivrier
-
vivrière
Κατηγορίες
:
Γαλλική γλώσσα
Ουσιαστικά (γαλλικά)
Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Dansk
English
Français
Magyar
Ido
한국어
Malagasy
Occitan
Svenska
Tiếng Việt
中文