virga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]virga (en)
- μετεωρολογικό φαινόμενο κατά οποίο η βροχή ή το χιόνι, καθώς πέφτει, εξατμίζεται και έτσι δεν φτάνει ποτέ στο έδαφος
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]virga (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virga | virgae |
γενική | virgae | virgārum |
δοτική | virgae | virgīs |
αιτιατική | virgam | virgās |
κλητική | virga | virgae |
αφαιρετική | virgā | virgīs |