vir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vir < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiHrós
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vir (la) αρσενικό
- ο άντρας
- ο σύζυγος
- πεζικάριος
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vir | virī |
γενική | virī | virōrum |
δοτική | virō | virīs |
αιτιατική | virum | virōs |
κλητική | vir | virī |
αφαιρετική | virō | virīs |
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]vir (pt)