vidvo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidvo | vidvoj |
αιτιατική | vidvon | vidvojn |
vidvo (eo)
- ο χήρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidvo | vidvoj |
αιτιατική | vidvon | vidvojn |
vidvo (eo)