versprechen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Versprechen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
versprechen < ver- sprechen

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

versprechen (de) (αόριστος versprach, μετοχή παρακειμένου versprochen)

  1. (jemandem etwas versprechen) υπόσχομαι σε κάποιον κάτι
    Ich verspreche dir, dass ich es nicht vergessen werde. - Σου υπόσχομαι ότι δεν θα το ξεχάσω.
  2. (jemand/etwas verspricht etwas) κάποιος/κάτι προμηνύει, δίνει ενδείξεις για κάτι
    Diese Wolken versprechen ein Gewitter. - Αυτά τα σύννεφα προμηνύουν καταιγίδα.
    Er verspricht ein guter Sportler zu werden. - Αναμένεται να γίνει καλός αθλητής.
  3. (αυτοπαθές) (sich versprechen) - μπερδεύομαι, κάνω λάθος στην ομιλία
    Er verspricht sich oft und niemand kann ihn verstehen. - Μπερδεύεται συχνά και κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • viel versprechend - πολλά υποσχόμενος