verni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verni < vernir

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό verni vernis
θηλυκό vernie vernies

verni (fr)

  1. βερνικωμένος
  2. (οικείο) τυχερός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
verni vernis

verni (fr) αρσενικό

  1. βερνικωμένο δέρμα
  2. είδος μαλάκιου