verdâtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verdâtre < vert -âtre

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
verdâtre verdâtres

verdâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό