veneer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]veneer (en)
- καπλαμάς
- dental veneers, porcelain veneers, dental porcelain: οδοντικές θήκες, μειωτικά: πλακάκια
- (μεταφορικά) επίφαση