venĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
venĝi < λείπει η ετυμολογία
ρήμα venĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας venĝas venĝanta venĝata
αόριστος venĝis venĝinta venĝita
μέλλοντας venĝos venĝonta venĝota
υποθετική venĝus - -
προστακτική venĝu - -

venĝi (eo)