value

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
value values

value (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αξία, η τιμή, πόσο αξίζει κάτι σε χρήματα ή άλλα αγαθά για τα οποία μπορεί να ανταλλάσσεται
    What is the value of that house?
    Ποια είναι η αξία εκείνου του σπιτιού;
  2. (μη μετρήσιμο) κάτι αξίζει τα λεφτά που δίνω
    All that for 5 euros? Now that’s good value!
    Όλα αυτά πέντε ευρώ; Στ' αλήθεια αξίζουν τα λεφτά τους!
    This hotel gives you good value (for your money) (=they give you good service).
    Αυτό το ξενοδοχείο αξίζει τα λεφτά που πληρώνεις (=σε περιποιούνται).
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός) η αξία, η σημασία, η χρησιμότητα
    the value of a good education - η αξία/σημασία της ορθής παιδείας
    I know the value of time.
    Ξέρω την αξία του χρόνου.
    It has great/little/some/no value.
    Έχει μεγάλη/μικρή/κάποια/καμιά αξία/χρησιμότητα.
    This book will be of great value (=will be very useful) to me in my studies.
    Αυτό το βιβλίο θα έχει μεγάλη αξία (=θα μου είναι πολύ χρήσιμο) για μένα στις σπουδές μου.
  4. (πληθυντικός) οι αξίες, το επίπεδο αξιών
    moral/social values - ηθικές/κοινωνικές αξίες
    There has been a decline in values in the last twenty years.
    Υπήρξε μια πτώση αξιών στα τελευταία είκοσι χρόνια.
  5. (μαθηματικά) η τιμή
    the value of the algebraic expression - η τιμή της αλγεβρικής παράστασης
    the value of x/of y - η τιμή του χ/του ψ.
  6. (προγραμματισμός) η τιμή, περιεχόμενο μεταβλητής ή αποτέλεσμα συνάρτησης

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική:

ενεστώτας value
γ΄ ενικό ενεστώτα values
αόριστος valued
παθητική μετοχή valued
ενεργητική μετοχή valuing

value (en)

  1. (όχι στα continuous tenses) εκτιμώ, λογαριάζω, νομίζω ότι κάποιος/κάτι είναι σημαντικό
    I fully value what you have done for me.
    Εκτιμώ πολύ ό,τι κάνατε για μένα.
    He doesn’t value his life.
    Δε λογαριάζει τη ζωή του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη respect
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) εκτιμώ, υπολογίζω την αξία, αποφασίζω ότι κάτι αξίζει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
    I am valuing the jewelry’s worth.
    Εκτιμώ την αξία κοσμημάτων.
    They valued the house at 100,000 euros.
    Υπολόγισαν την αξία του σπιτιού σε 100.000 ευρώ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη evaluate