value
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
value | values |
value (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αξία, η τιμή, πόσο αξίζει κάτι σε χρήματα ή άλλα αγαθά για τα οποία μπορεί να ανταλλάσσεται
- ↪ What is the value of that house?
- Ποια είναι η αξία εκείνου του σπιτιού;
- ↪ What is the value of that house?
- (μη μετρήσιμο) κάτι αξίζει τα λεφτά που δίνω
- ↪ All that for 5 euros? Now that’s good value!
- Όλα αυτά πέντε ευρώ; Στ' αλήθεια αξίζουν τα λεφτά τους!
- ↪ This hotel gives you good value (for your money) (=they give you good service).
- Αυτό το ξενοδοχείο αξίζει τα λεφτά που πληρώνεις (=σε περιποιούνται).
- ↪ All that for 5 euros? Now that’s good value!
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η αξία, η σημασία, η χρησιμότητα
- ↪ the value of a good education - η αξία/σημασία της ορθής παιδείας
- ↪ I know the value of time.
- Ξέρω την αξία του χρόνου.
- ↪ It has great/little/some/no value.
- Έχει μεγάλη/μικρή/κάποια/καμιά αξία/χρησιμότητα.
- ↪ This book will be of great value (=will be very useful) to me in my studies.
- Αυτό το βιβλίο θα έχει μεγάλη αξία (=θα μου είναι πολύ χρήσιμο) για μένα στις σπουδές μου.
- (πληθυντικός) οι αξίες, το επίπεδο αξιών
- ↪ moral/social values - ηθικές/κοινωνικές αξίες
- ↪ There has been a decline in values in the last twenty years.
- Υπήρξε μια πτώση αξιών στα τελευταία είκοσι χρόνια.
- (μαθηματικά) η τιμή
- ↪ the value of the algebraic expression - η τιμή της αλγεβρικής παράστασης
- ↪ the value of x/of y - η τιμή του χ/του ψ.
- (προγραμματισμός) η τιμή, περιεχόμενο μεταβλητής ή αποτέλεσμα συνάρτησης
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]πληροφορική:
- call-by-value
- comma-separated values ή CSV
- pass-by-value
- truth value
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | value |
γ΄ ενικό ενεστώτα | values |
αόριστος | valued |
παθητική μετοχή | valued |
ενεργητική μετοχή | valuing |
value (en)
- (όχι στα continuous tenses) εκτιμώ, λογαριάζω, νομίζω ότι κάποιος/κάτι είναι σημαντικό
- (συνήθως στην παθητική φωνή) εκτιμώ, υπολογίζω την αξία, αποφασίζω ότι κάτι αξίζει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
Πηγές
[επεξεργασία]- value (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- value (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:value"> , λήμμα: εκτιμώ