vallis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vallis < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vallis (la) θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vallis | vallēs |
γενική | vallis | vallium |
δοτική | vallī | vallibus |
αιτιατική | vallem | vallēs/vallīs |
κλητική | vallis | vallēs |
αφαιρετική | valle | vallibus |
Πηγές
[επεξεργασία]- vallis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.