valley
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
valley
valleys
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
valley
(en)
(
γεωγραφία
) η
κοιλάδα
⮡
The
valley
is surrounded by hills.
Η
κοιλάδα
περιτριγυρίζεται από λόφους.
Πηγές
[
επεξεργασία
]
valley
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Γεωγραφία (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Aragonés
Ænglisc
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Banjar
বাংলা
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ქართული
Қазақша
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lombard
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Simple English
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
اردو
Tiếng Việt
Walon
中文