vaisseau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vaisseau | vaisseaux |
vaisseau (fr) αρσενικό
- το αγγείο
- vaisseau sanguin - αιμοφόρο αγγείο
- το σκάφος
- vaisseau spatial - διαστημόπλοιο