vacation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vacation | vacations |
vacation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) οι διακοπές, μια χρονική περίοδο ταξιδιού ή ανάπαυσης μακριά από το σπίτι
- ⮡ This year, we are going on vacation to Mexico.
- Φέτος, πάμε διακοπές στο Μεξικό.
- ≈ συνώνυμα: holiday (βρετανική σημασία), getaway και break
- ⮡ This year, we are going on vacation to Mexico.
- (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η αργία, οι διακοπές, η περίοδος των διακοπών για τα δικαστήρια και τα πανεπιστήμια
- ⮡ We have three days of vacation.
- Έχουμε τρεις μέρες αργία.
- ⮡ school vacation - σχολική αργία
- ⮡ Christmas vacation - οι διακοπές των Χριστουγέννων
- ≈ συνώνυμα: holiday (βρετανική σημασία)
- ⮡ We have three days of vacation.
- (αμερικανική σημασία, νομικός όρος) η ακύρωση, η κατάργηση, η ανάκληση
- ≈ συνώνυμα: annulment και revocation
- η ενέργεια του ρήματος vacate: η εκκένωση, το να φεύγεις από κάπου και να αφήνεις ένα χώρο κενό, διαθέσιμο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι διακοπές αποδίδονται με τον όρο holiday. Στις ΗΠΑ ο όρος holiday κανονικά σημαίνει μία μόνο ημέρα. Π.χ, many companies give two holiday days at Thanksgiving.
- Στον Καναδά και την Αυστραλία, χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι vacation και holiday για να αποδώσουν την έννοια των διακοπών.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | vacation |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vacations |
αόριστος | vacationed |
παθητική μετοχή | vacationed |
ενεργητική μετοχή | vacationing |
vacation (en)
- (αμετάβατο, αμερικανική σημασία) κάνω, πάω διακοπές, παραθερίζω
- ⮡ This year, we’re vacationing in Mexico.
- Φέτος, πάμε διακοπές στο Μεξικό.
- ⮡ I saw many foreigners vacationing in her village.
- Είδα πολλούς ξένους να παραθερίζουν στο χωριό της.
- ≈ συνώνυμα: holiday (βρετανική σημασία)
- ⮡ This year, we’re vacationing in Mexico.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 221. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:vacation"> , λήμμα: διακοπή
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.ka.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vacation | vacations |
vacation (fr) θηλυκό
- ο χρόνος που αφιερώνεται από τη δικαιοσύνη, από τους εμπειρογνώμονες, στη μελέτη μιας υπόθεσης ή την εκτέλεση μιας πράξης
- (κατ' επέκταση) ο περιορισμένος χρόνος κατά τον οποίο κάποιος αναλαμβάνει, σαν αντικαταστάτης, την εκπλήρωση μιας λειτουργίας ή ενός καθήκοντος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)