vacation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vəˈkeɪʃn/ ή /vəˈkeɪʃən/ (ΗΒ), (ΗΠΑ)
ΔΦΑ : /veɪˈkeɪʃn/ ή /veɪˈkeɪʃən/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vacation vacations

vacation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) οι διακοπές, μια χρονική περίοδο ταξιδιού ή ανάπαυσης μακριά από το σπίτι
    ⮡  This year, we are going on vacation to Mexico.
    Φέτος, πάμε διακοπές στο Μεξικό.
     συνώνυμα: holiday (βρετανική σημασία),  getaway και break
  2. (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η αργία, οι διακοπές, η περίοδος των διακοπών για τα δικαστήρια και τα πανεπιστήμια
    ⮡  We have three days of vacation.
    Έχουμε τρεις μέρες αργία.
    ⮡  school vacation - σχολική αργία
    ⮡  Christmas vacation - οι διακοπές των Χριστουγέννων
     συνώνυμα: holiday (βρετανική σημασία)
  3. (αμερικανική σημασία, νομικός όρος) η ακύρωση, η κατάργηση, η ανάκληση
     συνώνυμα:  annulment και revocation
  4. η ενέργεια του ρήματος vacate: η εκκένωση, το να φεύγεις από κάπου και να αφήνεις ένα χώρο κενό, διαθέσιμο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι διακοπές αποδίδονται με τον όρο holiday. Στις ΗΠΑ ο όρος holiday κανονικά σημαίνει μία μόνο ημέρα. Π.χ, many companies give two holiday days at Thanksgiving.
  • Στον Καναδά και την Αυστραλία, χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι vacation και holiday για να αποδώσουν την έννοια των διακοπών.
ενεστώτας vacation
γ΄ ενικό ενεστώτα vacations
αόριστος vacationed
παθητική μετοχή vacationed
ενεργητική μετοχή vacationing

vacation (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 221. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:vacation"> , λήμμα: διακοπή



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /va.ka.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vacation vacations

vacation (fr) θηλυκό

  1. ο χρόνος που αφιερώνεται από τη δικαιοσύνη, από τους εμπειρογνώμονες, στη μελέτη μιας υπόθεσης ή την εκτέλεση μιας πράξης
  2. (κατ' επέκταση) ο περιορισμένος χρόνος κατά τον οποίο κάποιος αναλαμβάνει, σαν αντικαταστάτης, την εκπλήρωση μιας λειτουργίας ή ενός καθήκοντος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]