used

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός used
συγκριτικός more used
υπερθετικός most used

used (en)

  • μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος
    a used car/washer - μεταχειρισμένο αυτοκίνητο/πλυντήριο
    The used ones are cheaper than the new ones.
    Τα μεταχειρισμένα είναι πιο φτηνά από τα καινούρια.
    These clothes are used.
    Αυτά τα ρούχα είναι χρησιμοποιημένα.
    She wants a new phone not a used one.
    Θέλει ένα νέο κινητό όχι ένα χρησιμοποιημένο.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

used (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

used (en)