université

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
université universités

université (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • université d'été : πανεπιστημιακό πρόγραμμα που λαμβάνει χώρα κατά τις διακοπές του καλοκαιριού
  • université populaire : σωματείο που αναλαμβάνει την κατάρτιση των ενηλίκων των λαϊκών τάξεων

Συγγενικά

[επεξεργασία]