unit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
unit units

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈjuː.nɪt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

unit (en)

  1. η μονάδα, κάθε χωριστό στοιχείο ενός συνόλου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί αυτόνομα
    ⮡  The cell is the basic unit of every living organism.
    Το κύτταρο είναι η βασική μονάδα κάθε ζωντανού οργανισμού.
  2. (οικονομία) η μονάδα, κάθε μονάδα της οικονομικής δραστηριότητας
    ⮡  a unit of production - μια μονάδα παραγωγής
  3. η ενότητα σε σχολικό βιβλίο
    ⮡  the text is divided into two units - το κείμενο χωρίζεται σε δύο ενότητες
  4. η μονάδα, μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται ή ζουν μαζί, ειδικά για έναν συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  He serves in an artillery unit.
    Υπηρετεί σε μονάδα πυροβολικού.
  5. (ιατρική) η μονάδα, ένα τμήμα, ειδικά σε ένα νοσοκομείο, που παρέχει ένα συγκεκριμένο είδος φροντίδας ή θεραπείας
    ⮡  the intensive care unit - η μονάδα εντατικής θεραπείας
  6. η μονάδα, σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που είναι συμβατικά καθορισμένο για μέτρηση
    ⮡  The gram and the kilo are units of weight.
    Το γραμμάριο και το κιλό είναι μονάδες βάρους.
  7. (τεχνολογία, πληροφορική) μονάδα[1]
    ⮡  input - output units

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση «unit» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.