unit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
unit | units |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]unit (en)
- η μονάδα, κάθε χωριστό στοιχείο ενός συνόλου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί αυτόνομα
- ⮡ The cell is the basic unit of every living organism.
- Το κύτταρο είναι η βασική μονάδα κάθε ζωντανού οργανισμού.
- ⮡ The cell is the basic unit of every living organism.
- (οικονομία) η μονάδα, κάθε μονάδα της οικονομικής δραστηριότητας
- ⮡ a unit of production - μια μονάδα παραγωγής
- η ενότητα σε σχολικό βιβλίο
- ⮡ the text is divided into two units - το κείμενο χωρίζεται σε δύο ενότητες
- η μονάδα, μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται ή ζουν μαζί, ειδικά για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- ⮡ He serves in an artillery unit.
- Υπηρετεί σε μονάδα πυροβολικού.
- ⮡ He serves in an artillery unit.
- (ιατρική) η μονάδα, ένα τμήμα, ειδικά σε ένα νοσοκομείο, που παρέχει ένα συγκεκριμένο είδος φροντίδας ή θεραπείας
- ⮡ the intensive care unit - η μονάδα εντατικής θεραπείας
- η μονάδα, σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που είναι συμβατικά καθορισμένο για μέτρηση
- ⮡ The gram and the kilo are units of weight.
- Το γραμμάριο και το κιλό είναι μονάδες βάρους.
- ⮡ The gram and the kilo are units of weight.
- (τεχνολογία, πληροφορική) μονάδα[1]
- ⮡ input - output units
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ από αναζήτηση «unit» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.