unika

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unika < unik -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική unika unikaj
αιτιατική unikan unikajn

unika (eo)

estas unika ŝanco..., υπάρχει μοναδική ευκαιρία...