undersigned

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
undersigned < under- signed

Επίθετο

[επεξεργασία]

undersigned (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (επίσημο) υπογεγραμμένος, που έχει υπογραφεί, συνήθως στο τέλος μιας επίσημης επιστολής
    The letter is undersigned by the manager.
    Η επιστολή είναι υπογεγραμμένη από το διευθυντή.