twice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]twice (en) (χωρίς παραθετικά)
- δύο φορές, δις
- ↪ The teacher examines their students twice a year.
- Ο καθηγητής ελέγχει τους μαθητές δύο φορές τον χρόνο.
- ↪ We do it twice.
- Το κάνουμε δις.
- ↪ The teacher examines their students twice a year.
- διπλάσια
- ↪ This way, it will be twice as profitable, as they will have sold at high prices and bought at lower ones.
- Έτσι, θα είναι διπλάσια κερδισμένοι, καθώς θα έχουν πουλήσει σε υψηλές τιμές και θα έχουν αγοράσει σε χαμηλότερες.
- ↪ This way, it will be twice as profitable, as they will have sold at high prices and bought at lower ones.