turski
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tǔrskiː/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : tur‐ski
Επίθετο
[επεξεργασία]turski (sh) (κυριλλική γραφή: турски)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turski (sh) (κυριλλική γραφή: турски) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του turski
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | turski | - |
γενική | turskog | - |
δοτική | turskom | - |
αιτιατική | turski | - |
κλητική | turski | - |
τοπική | turskom | - |
οργανική | turskim | - |