turecki

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

turecki (pl)

  1. τούρκικος, τουρκικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turecki (pl)

  1. τούρκικα (τουρκικά), η τουρκική γλώσσα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • όπως για όλες τις γλώσσες συναντάται κυρίως με τις μορφές:
    • po turecku
    • tureckiego (γενική του επιθέτου)
    • ενώ η έκφραση "po tureckiemu" είναι ειρωνική και σημαίνει "κάτι σαν τουρκικά"