turecki
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]turecki (pl)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turecki (pl)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- όπως για όλες τις γλώσσες συναντάται κυρίως με τις μορφές:
- po turecku
- tureckiego (γενική του επιθέτου)
- ενώ η έκφραση "po tureckiemu" είναι ειρωνική και σημαίνει "κάτι σαν τουρκικά"