tumour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tumour | tumours |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tumour < παλαιά γαλλική tumour < λατινική tumor < tumeo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tumour (en)
- (ιατρική, βρετανική γραφή) ο όγκος
- ↪ An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.
- Έγινε επέμβαση για αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο του ασθενή.
- ↪ An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.