trousers
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trousers (en) μόνο στον πληθυντικό
- παντελόνι
- a pair of trousers (παντελόνια, κυριολεκτικά: ένα ζευγάρι παντελονιών)
trousers (en) μόνο στον πληθυντικό