trogne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trogne trognes

trogne (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) ευχάριστο ή χοντροκομένο μούτρο
  2. (ειδικότερα) το πρόσωπο του καλοφαγά ή του πότη