trimestre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trimestre trimestres

trimestre (fr) αρσενικό

Il y a 4 trimestres en une année. Ένας χρόνος έχει 4 τρίμηνα.